ἀτυχῶς

ἀτυχῶς
ἀτυχής
unfortunate
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λεζαντί ντε λα Γκαλεζιέρ, Γκιγιόμ Zoζέφ Ιακίντ Ζαν Μπατίστ — (Guillaume Joseph Hyacinthe Jean Baptiste Legentil de la Galaisière, Νορμανδία 1725 – Παρίσι 1792). Γάλλος αστρονόμος. Ήταν επικεφαλής μιας γαλλικής αποστολής στην Ινδία, που είχε σκοπό να παρατηρήσει τη διάβαση της Αφροδίτης μπροστά από τον Ήλιο …   Dictionary of Greek

  • Μάμφορντ, Λιούις — (Lewis Mumford, Νέα Υόρκη 1895 – 1990). Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας έργων πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής κριτικής. Φοίτησε στο γυμνάσιο Στίβεσαντ και κατόπιν στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης, από το οποίο δεν αποφοίτησε ποτέ …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”